κότος

κότος
κότος, ὁ (Α)
διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ- ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ-σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και γερμανικές λ. που έχουν σημ. «μάχη, αντιδικία» (πρβλ. γαλατ. catu-riges, αρχ. άνω γερμ. hadu-, μέσ. αρχ. γερμ. hader «λογομαχία») και πιθ. με ρωσ., αρχ. σλαβ. kotora «μάχη» και αρχ. ινδ. śatru- «εχθρός».
ΠΑΡ. αρχ. κοταίνω, κοτεινός, κοτέω, κοτήεις, κοτίζω, κοτόεις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αλλόκοτος
αρχ.
άκοτος, βαρύκοτος, έγκοτος, επίκοτος, ζάκοτος, μεγαλόκοτος, νεόκοτος, παλίγκοτος, υπέρκοτος
νεοελλ.
απόκοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κότος — grudge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότε — κότος grudge masc voc sg πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότον — κότος grudge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότου — κότος grudge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότων — κότος grudge masc gen pl κοτάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κοτάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότῳ — κότος grudge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • γεγηρακότος — γεγηρᾱκότος , γηράσκω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”